Πέμπτη 10 Μαΐου 2012

LGBT Oρολογία

Οι λέξεις ομοφυλοφιλία/ομοσεξουαλικότητα, ετεροφυλοφιλία/ ετεροσεξουαλικότητα και αμφιφυλοφιλία/αμφισεξουαλικότητα (μπορεί να το πει κανείς και αμφοτεροφυλοφιλία/ αμφοτεροσεξουαλικότητα) είναι τύποι σεξουαλικού/ερωτικού προσανατολισμού.

Ομοφυλόφιλοςομοσεξουαλικός) είναι κάποιος ο οποίος προσανατολίζεται ερωτικά προς άτομα του ιδίου φύλου. Με άλλα λόγια, έχει ή επιδιώκει να έχει ερωτικές σχέσεις με άτομο του ιδίου φύλου. Κατά αντίστοιχο τρόπο, ετεροφυλόφιλοςετεροσεξουαλικός) είναι κάποιος ο οποίος προσανατολίζεται ερωτικά προς άτομα του αντιθέτου φύλου. Αμφιφυλόφιλοςαμφισεξουαλικός) είναι κάποιος ο οποίος προσανατολίζεται ερωτικά τόσο προς άτομα του ιδίου όσο και προς άτομα του αντιθέτου φύλου. Από τις πιο πάνω λέξεις προκύπτουν τα ουσιαστικά της προηγούμενης παραγράφου, τα οποία χαρακτηρίζουν τον αντίστοιχο σεξουαλικό/ερωτικό προσανατολισμό του κάθε ατόμου.
 
Ομόφυλα (όχι «ομοφυλόφιλα») είναι δύο ή περισσότερα άτομα του ιδίου φύλου, ανεξαρτήτως ερωτικού προσανατολισμού. Για παράδειγμα η φράση: «Μέσα στην αίθουσα υπάρχουν πέντε ομόφυλα άτομα» σημαίνει ότι μέσα στην αίθουσα υπάρχουν είτε πέντε άντρες είτε πέντε γυναίκες, ΧΩΡΙΣ αυτό κατ’ ανάγκη να σημαίνει ότι προσανατολίζονται ερωτικά προς άτομα του ιδίου φύλου. Η δε φράση «Μέσα στην αίθουσα υπάρχουν πέντε ετερόφυλα άτομα» σημαίνει ότι μέσα στην αίθουσα υπάρχουν και άντρες και γυναίκες (π.χ. 3 άντρες και 2 γυναίκες), ΧΩΡΙΣ αυτό κατ’ ανάγκη να σημαίνει ότι προσανατολίζονται ερωτικά προς άτομα του αντιθέτου φύλου. Από αυτές τις λέξεις προκύπτουν τα ουσιαστικά ομοφυλία και ετεροφυλία. Παράδειγμα: «η ομοφυλία είναι χαρακτηριστικό των μονοζυγωτικών διδύμων» δηλ. τα μονοζυγωτικά δίδυμα είναι πάντοτε ομόφυλα.

Η αμφιφυλία ή ερμαφροδιτισμός είναι η ιδιότητα ορισμένων ζωντανών οργανισμών να ανήκουν ταυτόχρονα και στα δύο φύλα. Για παράδειγμα, τα περισσότερα φυτά είναι ερμαφρόδιτα. Έχουν δηλαδή και αρσενικά (στήμονες) και θηλυκά (ύπερους) όργανα αναπαραγωγής. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν παρουσιαστεί και στον άνθρωπο. Υπήρξαν δηλαδή (σπάνια) άτομα που είχαν γεννητικά όργανα του ενός και του άλλου φύλου. Αυτό οφείλεται, κατά τη γνώμη των περισσοτέρων μελετητών, σε ορμονικές διαταραχές. 

Η επιθυμία ενός ατόμου να ντύνεται με ρούχα του αντιθέτου φύλου ορίζεται από την εγκυκλοπαίδεια ΝΟΜΠΕΛ ως «μεταμφίεση». Ωστόσο, στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται ο όρος τραβεστισμός από το γαλλικό ρήμα travestir που σημαίνει «μεταμφιέζω». Παρ’ ολ’ αυτά, όπως λέει και η λαϊκή παροιμία, «δεν είναι τα ρούχα που φτιάχνουν τον άνθρωπο». Έτσι κι εδώ, οι ενδυματολογικές προτιμήσεις κάποιου δεν μπορούν σε καμία των περιπτώσεων να προσδιορίσουν και τον ερωτικό του προσανατολισμό.
 
 Οι Διαταραχές Ταυτότητας Φύλου είναι περιπτώσεις οι οποίες ενδεχομένως προκύπτουν από ορμονικές συγκυρίες. Όταν λέμε ότι κάποιος/κάποια έχει Δ.Τ.Φ. αυτό σημαίνει ότι θα ένιωθε καλύτερα αν είχε γεννηθεί ως άτομο του αντιθέτου φύλου απ’ αυτό που ανήκει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η λύση στο «πρόβλημα» είναι η ανάλογη χειρουργική επέμβαση. Αυτά τα άτομα ονομάζονται «τρανσεξουαλικοί» (από τη γαλλική λέξη transexuel που σημαίνει «άτομο που περνά από το ένα φύλο στο άλλο»).

Κάνω αυτή την αναφορά αφού έχω διαβάσει μεταφράσεις βιβλίων (κυρίως από αγγλικά και γαλλικά) προς ελληνικά και δείχνουν ολοφάνερα ότι οι μεταφραστές δεν ήξεραν να ξεχωρίσουν τα πιο πάνω. Στα αγγλικά και στα γαλλικά, σε πολλές περιπτώσεις η ίδια λέξη να σημαίνει δύο διαφορετικά μεταξύ τους πράγματα. Για παράδειγμα, heterosexual και heterosexuel (αγγλικά και γαλλικά αντίστοιχα) μπορεί να σημαίνουν και ετερόφυλος αλλά και ετεροφυλόφιλος. Συχνά λοιπόν παρατηρούνται λάθη όπως το πιο κάτω:
Οι ετερόφυλοι προσανατολίζονται ερωτικά προς άτομα του αντιθέτου φύλου.
Το σωστό θα ήταν:
Οι ετεροφυλόφιλοι προσανατολίζονται ερωτικά προς άτομα του αντιθέτου φύλου.

Μια παρόμοια σύγχυση επικρατεί στο πώς ερμηνεύονται οι λέξεις active (αγγλικά) και actif (γαλλικά). Ένα δίγλωσσο λεξικό θα έδινε τις εξής τρεις ερμηνείες : ενεργός, ενεργητικός, δραστήριος. Αν λοιπόν κατά τα συμφραζόμενα η ερμηνεία ήταν «ενεργός», τότε το αντίθετό του θα ήταν «ανενεργός» (αγγλ. inactive, γαλλ. inactif). Aν η ερμηνεία ήταν «ενεργητικός», τότε το αντίθετό του θα ήταν «παθητικός» (αγγλ. passive, γαλλ. passif).

Αν και θα ήθελα να κάνω μια αναφορά στη χρήση αυτών των λέξεων στην καθομιλουμένη (π.χ. ενεργό/ανενεργό/δραστήριο μέλος μιας οργάνωσης, ρήματα στην ενεργητική/παθητική φωνή κλπ), λόγω χώρου θα περιοριστώ στην ερμηνεία αυτών των όρων στα πλαίσια του τομέα της σεξουαλικότητας.

Άτομο σεξουαλικά ενεργό είναι ένα άτομο που έχει ή επιδιώκει να έχει τακτικές σεξουαλικές επαφές, ανεξαρτήτως σεξουαλικού προσανατολισμού. Άτομα που δεν επιδιώκουν σεξουαλικές επαφές όπως π.χ. οι καλόγεροι (θεωρητικά τουλάχιστον!) χαρακτηρίζονται σεξουαλικά ανενεργά.

Στους περισσότερους ζωντανούς οργανισμούς (π.χ. στον άνθρωπο), κατά τη σεξουαλική επαφή τα αρσενικά έχουν ενεργητική (όχι «ενεργή») στάση, ενώ τα θηλυκά έχουν παθητική στάση. Εξαίρεση αποτελούν κάποια έντομα στα οποία συμβαίνει το εξής: μετά τη σεξουαλική επαφή, το θηλυκό σκοτώνει το αρσενικό και το τρώει.

Ένας ενεργητικός ομοφυλόφιλος είναι ένας ομοφυλόφιλος ο οποίος «παίζει» τον «ενεργητικό ρόλο». Το αντίθετό του είναι ο παθητικός (η πλειοψηφία των ομοφυλόφιλων είναι «ενεργοπαθητικοί», αγγλ. «versatile» ή απλώς «vers»). Στην ελληνική έκδοση του βιβλίου "GAY Κάμα Σούτρα" («κάμα σούτρα» στα σανσκριτικά σημαίνει «μαθήματα έρωτα»), σε ορισμένα χωρία, πολύ κακώς χρησιμοποιείται η λέξη «ενεργός» στη θέση του «ενεργητικός»

Ένας ενεργός ομοφυλόφιλος μπορεί να είναι είτε ενεργητικός είτε παθητικός είτε ενεργοπαθητικός. Ένας ανενεργός ομοφυλόφιλος δεν μπορεί  να ανήκει σε καμιά απ’ τις προαναφερθείσες κατηγορίες.

Γενικά, οι πιο πάνω κατηγορίες θα ’λεγε κανείς ότι βάζουν «ταμπέλες» στους ανθρώπους. Όντως, δεν είναι σωστό να προσδιορίζουμε τόσο αυστηρά το σεξουαλικό προσανατολισμό του κάθε ατόμου. Κάπως έτσι το λέει και η Αμερικανίδα ψυχολόγος Λέιμπλουμ: «η ανθρώπινη σεξουαλικότητα έχει τόσα πρόσωπα όσοι είναι οι άνθρωποι επάνω στον πλανήτη». Λόγω όμως του ότι χρησιμοποιούνται οι πιο πάνω λέξεις συχνά, θεώρησα αναγκαίο να τις εξηγήσω στο παρόν άρθρο.